Οι όμορφοι άνθρωποι

5244880863_0632bf19c7_o
Γεννηθήκαμε και μας βάλανε στο κέντρο. Σ’ ένα κέντρο που είτε μας παραχάϊδευαν, είτε μας παραέκριναν, είτε εναλλάξ και τα δύο. Στην καρέκλα κάτω απ’ τα μεγάλα φώτα στο μέσο της κουζίνας και στις γιορτινές συναθροίσεις περίμεναν την ατραξιόν ή την γκάφα μας για να επιβραβεύσουν ή να πατρονάρουν. Μας συνέστησαν να ‘μαστε προσεκτικοί, επιφυλακτικοί και μετρημένοι. Μας έπεισαν ότι οι άλλοι μας ζηλεύουν, ότι θα επιδιώξουν το κακό μας, ότι ο κόσμος ανταγωνίζεται κι ότι πρέπει να είμαστε σ’ επιφυλακή για ν’ απαντήσουμε όταν η επίθεση μας βρει – γιατί ήταν δεδομένο ότι θα μας βρει. Να ‘χουμε πάντα ένα plan b για να αντιμετωπίσουμε την σκληρότητα των τριγύρω. Κι απ’ την πολλή καχυποψία και το φόβο που ρίζωσε μέσα μας, γίναμε εμείς οι κακές παρέες που μας τόνισαν ν’ αποφεύγουμε.
Σπουδαίο και πολυδιαφημισμένο εφόδιο η εξυπνάδα, θα τρόμαζες αν ήξερες πόσοι την μπερδέψαμε με την κουτοπονηριά και την άσκοπη κατάχρηση εξουσίας. Βγήκες από πάνω στην αντιπαράθεση; Έγινε το δικό σου; Αγνόησες εντελώς την επίδραση στον ψυχισμό του άλλου αλλά ο δικός σου παραμένει καλογυαλισμένος σαν ολοκαίνουριο λουστρίνι; Συγχαρητήρια, 12 points, θα ‘ταν περήφανη η μανούλα που δεν κατάφερε κανείς να «σ’ εκμεταλλευτεί». Κι αν εμείς τα κάναμε μαντάρα, αν μας κατατρόπωσε η αδηφάγα μας όρεξη για επιβεβαίωσηαν εξαπατήσαμε συνειδητά προς ιδίον όφελος, δε γαμιέται; Θα μας νταντέψουμε όπως μόνο εμείς ξέρουμε, αρκεί ν’ αναβάλλουμε την αναμέτρηση με τη συνείδησή μας. Εκεί που άλλοτε η μανούλα θα έδινε το συγχωροχάρτι για τα εγκλήματα του παραχαϊδεμένου της, τώρα μόνα τα παραχαϊδεμένα στηρίζουμε την απατηλή αυτοεκτίμησή μας επάνω στις επικρατήσεις μας. Τόσο είναι τελικά το βάρος της αντίληψής μας: όσο μιας σαπουνόφουσκας.
Κι όμως, κάποιοι ξέφυγαν. Εκείνοι οι όμορφοι άνθρωποι με τη σιγουριά στο βλέμμα και την ισορροπία του όντως ισχυρού, εκείνου δηλαδή που δεν κόπτεται να το αποδείξει.
Οι όμορφοι άνθρωποι φιλοδοξούν αλλά κυρίως εμψυχώνουν τους άλλους να το κάνουν, γιατί δεν απειλείται η δική τους υπόσταση απ’ την επιτυχία των υπολοίπων. Εντοπίζουν τα δυνατά σημεία σου και σε βοηθούν να τα καλλιεργήσεις. Ποθούν να ευτυχήσεις, γίνονται συνοδοιπόροι στη διαδρομή, συχνά κι οδηγοί, δε στέκονται τροχοπέδη. Δεν αρκούνται στο να εύχονται τυπικά τα καλύτερα, αλλά σε βοηθούν εμπράκτως να τα αποκτήσεις. Δε σε κρατάνε πίσω από ένα μαντρότοιχο για να σε κρύβουν ή να σ’ επιδεικνύουν σαν τρόπαιο ενώ εκείνοι σουλατσάρουν γύρω γύρω. Δε σε υποτιμούν, δε σε υπονομεύουν και κυρίως δε σε ανταγωνίζονται.
Οι όμορφοι άνθρωποι σου λένε να ξυπνάς νωρίς, να τρέφεσαι υγιεινά, προτείνουν να σου κάνουν παρέα στον μικροβιολόγο. Όχι απλώς σου επιτρέπουν να δείχνεις τις ευαισθησίες σου, αλλά σε προτρέπουν να το κάνεις. Δε θεωρούν την παιδικότητα, ανωριμότητα. Δε νομίζουν τον συναισθηματισμό για αδυναμία. Οι όμορφοι άνθρωποι βρίσκονται σ’ απόλυτη αρμονία με τα δικά τους συναισθήματα γι’ αυτό και νιώθουν άνετα κι όσοι έχουν την τύχη να βρίσκονται γύρω τους. Δε θα ντραπούν για το θυμό τους, δε θα κρύψουν τη συγκίνησή τους, δε θα σου επιβάλουν κώδικες συναναστροφής μαζί τους. Μαζί τους μπορείς να είσαι ακριβώς αυτός που είσαι κι όταν είσαι μόνος.
Οι όμορφοι άνθρωποι είναι ευθείς. Δεν αρέσκονται στα υπονοούμενα, δε συντηρούν αδιόρατα μυστήρια στην ατμόσφαιρα, δεν έχουν κλειστές πόρτες και απαγορευμένα θέματα προς συζήτηση. Θέλουν να διαπεράσουν την επιφάνειά σου, αφήνουν επίτηδες ρωγμές κι ανοίγματα και στη δική τους επιφάνεια και σε προσκαλούν να τους εξερευνήσεις – ό,τι πολυτιμότερο μπορεί κάποιος να προσφέρει απ’ τον εαυτό του. Οι όμορφοι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί, καλοί ακροατές και αποφεύγουν την περιττή κριτική. Δε θα σου κάνουν παρατήρηση για το ντύσιμο ή το σωματότυπό σου, δεν περνάνε κάθε ενοχλητική σου συνήθεια από εξωνυχιστικό έλεγχο για ν’ αποφασίσουν αν μπορούν να την αποδεχτούν ή όχι και κυρίως δε θεωρούν εαυτούς Θεούς. Οι όμορφοι άνθρωποι, συνήθως, έχουν κάποιον άλλο Θεό για να πιστεύουν, όποιος κι αν είναι αυτός, γιατί έχουν συνειδητοποίησει τη θέση τους στο σύμπαν όσο βάναυση κι αν είναι μια τέτοια συνειδητοποίηση.
Οι όμορφοι άνθρωποι σε ταξιδεύουν. Σε μουσικές, σε κουζίνες, σε απόψεις, σε προορισμούς, καμιά φορά και στον εαυτό σου τον ίδιο – κι έχουν από σένα ακριβώς την ίδια προσδοκία. Είναι απαιτητικοί αλλά χωρίς να το πολυδιαφημίζουν για να σου προκαλέσουν άγχος ανταπόκρισης. Αυτοσαρκάζονται, τσαλακώνονται και παραδέχονται ότι φοβούνται το θάνατο και τη μοναξιά – όσα οι περισσότεροι δεν τολμάμε να ψελλίσουμε, μη και στεναχωρήσουμε το καλομαθημένο που κρέμεται ακόμα στο βυζί της μάνας του και νανουρίζεται δήθεν ατάραχο μέσα μας.
Οι όμορφοι άνθρωποι, εντελώς αβίαστα και χωρίς καμία διάθεση επιδειξιομανίας, γίνονται οι φωτεινοί σηματοδότες που μας δείχνουν πού θέλουμε να φτάσουμε, με ποιους θέλουμε να μοιάσουμε. Είναι οι δάσκαλοι που εντοπίζουν τα ταλέντα μας και μας παρακινούν να τα κυνηγήσουμε, είναι οι γονείς που αποδέχονται ότι ξεφύγαμε αρκετά απ’ το «αρχικό πλάνο» των ονείρων τους αλλά μας στηρίζουν και μας αγαπάνε no matter what, είναι οι συνεργάτες που μαζί τους μαθαίνουμε να εργαζόμαστε για κοινούς σκοπούς, είναι οι φίλοι που έρχονται μ’ ένα κρασί τρισχαράματα στο σπίτι, είναι οι έρωτες που μας ανυψώνουν και μας συστήνουν τις βελτιωμένες εκδοχές μας.
Εμείς, τελικά, δεν έχουμε παρά να επιλέξουμε τα πρότυπά μας.
πηγη

Δεν ζούμε, τρέχουμε: Το κείμενο για τις ψυχικές ασθένειες που σαρώνει

  
«Δεν ζούμε, τρέχουμε»

Όλο τρέχουμε, κάτι να προλάβουμε, κάτι να κάνουμε, κάποιον να δούμε, κάτι να πληρώσουμε, κάτι να ακούσουμε, κάτι να μάθουμε, κάτι να διαβάσουμε, κάτι.
Απ’ τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας μέχρι να τα κλείσουμε, τρέχουμε.
Ακόμα και τις στιγμές που ξεκουραζόμαστε, ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο μας, ακόμα και τότε κάτι πρέπει να κάνουμε.
«Τι κάνεις;». «Τίποτα» (αυτή είναι η πιο ανησυχητική απάντηση).
«Τι κάνεις;». «Τρέχω»(αυτή είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση).
Αν μείνεις για μια ώρα χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, αισθάνεσαι ενοχές.

Αν σε δουν να μένεις έτσι για μια ώρα, χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, θα σου προτείνουν »αντικαταθλιπτικά».
Γιατί πέρα από τις δουλειές που πρέπει να κάνεις, πέρα από τα καθήκοντα σου, θα μπορούσες να αξιοποιήσεις αυτή την ώρα, διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική, κάνοντας γυμναστική -αντί να χάνεις το χρόνο σου.
Λες και η ώρα του ρεμβασμού είναι χαμένη ζωή. Λες και η υπόλοιπη ζωή, όπου όλο τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, είναι κερδισμένη ζωή.
Ακόμα και τα παιδιά μας τα γαλουχούμε με το ιδανικό της άοκνης προσπάθειας.
Ερεθίσματα, ακόμα περισσότερα ερεθίσματα, καταιγισμός ερεθισμάτων από την κούνια, μην τυχόν και δεν ακούσει Μότσαρτ, μην τυχόν και δεν μιλήσει ως τα δύο, και περισσότερα ερεθίσματα μετά, και παιχνίδια εκπαιδευτικά και διάβασμα και μουσική προπαιδεία και εξωσχολικές δραστηριότητες και εποικοδομητικό παιχνίδι (λες και το παιχνίδι μπορεί να είναι κάτι άλλο) και dvd και τάμπλετ και κολυμβητήριο και δύο ξένες γλώσσες από νωρίς (γιατί τότε μαθαίνουν πιο εύκολα), τα παιδιά μας τρέχουν πίσω μας κι αυτά.
Τρέχουμε εμείς, τρέχουν και τα παιδιά μας.
Πρέπει πάντα να κάνεις κάτι, να μην «χάνεις τον καιρό σου», να μη σπαταλάς τον καιρό σου. Όμως αυτή η άδεια ώρα είναι ανάγκη του ανθρώπου.
Όταν αφήνουμε τον νου μας να αδειάσει, τότε πλησιάζουμε περισσότερο τον πυρήνα μας. Γιατί όλα όσα μάθαμε κι όλα όσα μαθαίνουμε, όλα όσα κάνουμε και όλα όσα τρέχουμε να προλάβουμε (all that you give, all that you deal, all that you buy -beg, borrow or steal), είναι ενδύματα του νου και όταν τον νου τον βαρυφορτώνεις τότε αυτός, αναπόφευκτα κάποια στιγμή, καταρρέει.
Οι ψυχικές ασθένειες είναι η πανδημία του σύγχρονου πολιτισμού.
Κατάθλιψη, ψυχαναγκασμοί, φοβίες και κυρίως άγχος.
Γιατί τρέχουμε.
Τρέχουμε να προλάβουμε τη ζωή και δεν καταλαβαίνουμε ότι η ζωή έχει μείνει πίσω.
Αυτό που κυνηγάμε είναι η fata-morgana των προσδοκιών που πρέπει να έχουμε.
Γιατί πρέπει να είμαστε επιτυχημένοι, πρέπει να έχουμε περισσότερα λεφτά, πρέπει να είμαστε καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι, πρέπει να έχουμε τα πιο έξυπνα παιδιά, και πρέπει να ξεπεράσουμε τους άλλους, να έχουμε περισσότερα λεφτά από τους άλλους, να είμαστε πιο καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι από τους άλλους…
Πρέπει να κάνουμε, πρέπει να είμαστε, πρέπει να έχουμε κάτι παραπάνω και κάτι παραπάνω και όλο τρέχουμε για να το έχουμε και όλο πασχίζουμε για να πετύχουμε αυτό το κάτι παραπάνω, αυτό το μεγάλο, και τελικά έρχεται μια στιγμή όπου καταλαβαίνεις ότι έχασες εκείνο το μικρό και «λίγο παρακάτω» που είχες.
Δεν απόλαυσες το σώμα σου και την νεότητα σου, γιατί πάντα ήθελες να είσαι πιο αδύνατος/η, πιο όμορφος/η, πιο sexy, πιο Μπραντ Πητ/Αντζελίνα Τζολί.
Όταν όμως είσαι ογδόντα χρονών και κοιτάς τις φωτογραφίες της νεότητας καταλαβαίνεις ότι ήσουν πιο όμορφος/η απ” όσο πίστευες τότε.
Δεν απόλαυσες τον σύντροφο σου, γιατί διαρκώς γκρίνιαζε και δεν έβγαζε αρκετά λεφτά, και δεν ήταν αρκετά ρομαντικός-όμορφος-εpωτικός και γιατί δεν πρόλαβες να ασχοληθείς μαζί του, είχατε το τρέξιμο.
Αλλά στα ογδόντα, όταν πια δεν θα τον έχεις δίπλα σου, νοσταλγείς τη γκρίνια του και τα ελαττώματα του και εκείνον τον χαζό τρόπο που σου έλεγε: «Ε, ναι, σ’αγαπώ. Πάλι τα ίδια θα λέμε;»
Δεν απόλαυσες τα παιδιά σου, γιατί έπρεπε να τα στείλεις στον παιδικό σταθμό ώστε να μπορείς να τρέχεις για να τους προσφέρεις τα πάντα και έπρεπε να τα προετοιμάσεις για το νηπιαγωγείο, να τα στείλεις διαβασμένα στο δημοτικό, να τα στείλεις να μάθουν αγγλικά-γαλλικά-μουσική-θέατρο-μπαλέτο-υπολογιστές, και έπρεπε να διαβάζουν όλη μέρα για να περάσουν στο πανεπιστήμιο και μετά έφυγαν από το σπίτι πριν να το καταλάβεις.
Και στα ογδόντα σου, κοιτάς τις φωτογραφίες των παιδιών σου και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες να τα αγκαλιάσεις όσο ήθελες, δεν πρόλαβες να παίξεις μαζί τους, γιατί έπρεπε να τρέχεις και έπρεπε να τρέχουν κι εκείνα.
Κοιτάς πίσω και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες τίποτα.
Ούτε τους φίλους σου να δεις, ούτε τους γονείς σου να καταλάβεις, ούτε έpωτες να ζήσεις, ούτε να χορέψεις, ούτε να κάνεις αυτά που θεωρούσες σημαντικά όταν ήσουν παιδί.
Κι αυτό σου φαίνεται παράξενο. Όλο έτρεχες κι όμως δεν πρόλαβες. Γιατί έτρεχες τότε; Για να πληρώσεις όλους τους λογαριασμούς; Μα ακόμα χρωστάς και νέοι λογαριασμοί έρχονται κάθε μέρα.
Και καταλαβαίνεις ότι έτρεχες για να επιβιώσεις.
Λυπάμαι που στο λέω, αλλά τώρα, στα ογδόντα, δεν έχεις χρόνο για τύψεις.
Πάρε μια βαθιά ανάσα και άδειασε τον νου σου. Μην τρέχεις πια. Στάσου!
Κι αν δεν είσαι ογδόντα, αν έχεις μικρά παιδιά, πιάστα απ’ το χέρι, αγκάλιασέ τα, παίξε μαζί τους. Τόσο γρήγορα, πριν να το καταλάβεις, δεν θα θέλουν να τα κρατάς απ’ το χέρι, δεν θα είναι παιδιά.
Στάσου! Πάρε μια ανάσα.
«Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» είναι ένα διήγημα του Άλαν Σίλιτοου. Έγινε ταινία από τον Τόνι Ρίτσαρντσον, το 1962 και τραγούδι από τους Iron Maiden.

Υ.Γ. Τα παιδιά σήμερα έχουν μεγαλύτερο άγχος από ότι ένας τρόφιμος ψυχιατρείου του 1950. Πράγμα που είναι αρκετά τρομακτικό αλλά δεν εκπλήσσει. Ο μισός ανθρώπινος πληθυσμός σήμερα υποφέρει από σύνδρομα άγχους και κατάθλιψης.
πηγη 

Εκείνοι που μια μέρα απλά εξαφανίστηκαν

Φαινόμενο ghosting∙ ένας σύγχρονος τρόπος χωρισμού, ένας όρος που περιγράφει την αμήχανη εξαφάνιση ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή μας. Το λεγόμενο «μου είπε πως πάει για τσιγάρα και δε γύρισε ποτέ» της εποχής μας. Μια ανθρώπινη συμπεριφορά που ολοένα και κερδίζει χώρο στην κοινωνία, χωρίς να τον αξίζει.
ksenia1143
Συγκεκριμένα αναφέρεται σε δυο ανθρώπους που έρχονται σε επαφή (κυρίως εpωτικά ή και φιλικά), έχοντας επιλέξει προφανώς συνειδητά ο ένας τον άλλον. Όμως, καταλήγουν στο σημείο ο ένας να είναι άφαντος χωρίς προφανή λόγο κι άλλος σαστισμένος να τον ψάχνει.
«Η κλήση σας προωθείται» ενώ ταυτόχρονα στα social media φαντάζει να μην υπήρξε ποτέ. Αφελώς πιστεύει πως κρύβεται, στερώντας σου κατά κάποιον τρόπο το δικαίωμα να μάθεις το λόγο που τον έκανε να μοιάζει φάντασμα.
Μπορεί να του συνέβη κάτι σοβαρό. Ίσως τον έφτασες στα όριά του ή πιθανότητα σε βαρέθηκε. Πολλά τα μπορεί. Μία η αλήθεια κι αυτή κάπου ανείπωτη. Έτσι, ο αποδέκτης αυτής της κατάστασης, αρχικά αρνείται να το δεχτεί. Ακόμα κι αν έφταιγε που ο άλλος έφτασε στο σημείο να εξαφανιστεί από προσώπου γης, σε κανέναν δεν αξίζει να μένει πίσω με αναπάντητα ερωτήματα.
Διότι ο ίδιος άνθρωπος, που κάποτε μαζί έθεσαν μια αρχή, διαλέγει μια αλλόκοτη τακτική για να ορίσει το τέλος μόνος του, αφήνοντας τον άλλον πίσω να ψάχνει πού έφταιξε. Ενδεχομένως σε πολλά. Δουλειά του, όμως, δεν είναι να γίνει ο ψυχολόγος κανενός. Αφού, όταν κάποιος επιλέγει τη σιωπή, αυτομάτως μας περνάει το μήνυμα ότι αδιαφορεί για τη γνώμη που θα σχηματίσουμε γι’ αυτόν.
Είναι κάτι ξαφνικό άρα δύσκολο να το προβλέψεις. Παρ’ όλα αυτά συνήθως είναι αυτός ο άνθρωπος που μιλάει πολύ για τον εαυτό του. Οι προτάσεις του ξεκινούν με ένα υπεροπτικό «εγώ». Πιθανότατα κάνει λόγο για την καριέρα που χτίζει και πόσα θυσιάζει καθημερινά για να τα καταφέρει. Τον διακατέχει μια εσωστρέφεια και κρατάει άμυνα. Ως εδώ δικαίωμά του, αυτός είναι ο χαρακτήρας του.
Απ’ την άλλη μπορεί και να προσπάθησε να μας προετοιμάσει ότι έρχεται το τέλος κι εμείς απ’ τη λαχτάρα μας να τον κάνουμε κομμάτι της ζωής μας εθελοτυφλούσαμε αψηφώντας τα σημάδια που πρόδιδαν αυτό που θα ακολουθήσει. Συνήθως, όμως, δε γίνεται έτσι. Αυτό ισχύει στις σπάνιες περιπτώσεις των ανθρώπων που αναγκαστικά διαλέγουν την εξαφάνιση.
Κάποιος που επιλέγει να εξαφανιστεί χωρίς να μας προετοιμάσει, το έχει σύστημα. Όχι επειδή χαίρεται με το να στεναχωρεί ανθρώπους -γιατί όντως η εξαφάνιση αυτή καθαυτή δηλώνει έλλειψη σεβασμού απέναντι στον άλλον με αποτέλεσμα να τον στεναχωρεί. Πηγάζει, όμως, απ’ τη συναισθηματική ανωριμότητα σαν προσπάθεια αποποίησης ευθυνών. Δε δίνει εξηγήσεις διότι αδυνατεί να σταθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, αρνείται να έρθει σε επαφή μ’ αυτά που νιώθει. Δε φοβάται τόσο να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο, όσο τα συναισθήματα.
Η φυγή γι’ αυτόν είναι η διέξοδος μέσα απ’ την οποία θα ξεφορτωθεί συναισθήματα που τον φοβίζουν. Αναζητά την εναλλαγή συντρόφων για να καμουφλάρει την ανασφάλειά του, θυσιάζοντας όσα νιώθει στο βωμό της επιβεβαίωσης. Ακόμη, όμως, κι αν όλα αυτά κάπως τον δικαιολογούν, δεν παύει να είναι σκληρή η συμπεριφορά του.
Η λήξη του τέλους είναι ισάξια με τη σύνδεση της αρχής. Όλοι στο ξεκίνημα προβάλουμε ασυναίσθητα την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, στον επίλογο όμως, εκεί είμαστε πραγματικά εμείς. Κι εκεί πονάει να συνειδητοποιούμε πόσο έξω πέσαμε, αν θαυμάζαμε αυτόν τον άνθρωπο κι αν τον είχαμε ψηλά.
Ωστόσο, αφού έχει να κάνει με ανθρώπινες συμπεριφορές κάνουμε λόγο για μια κατάσταση που πάντα υπήρχε. Το ότι έχει βαφτίσει ως «φαινόμενο Ghosting» το καθιστά αυτομάτως αποδεκτό. Δεν είναι όμως κι ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να το δεχτούμε. Είναι λυπηρό να δικαιολογούνται όλα και να γενικεύονται κάτω απ’ τη φράση «Είναι κι αυτό ένα σημείο των καιρών».
Όχι, απλά κοντεύει να γίνει μόδα, επειδή κάποιους τους βολεύει. Και το παράξενο δεν είναι που το κάνουν αυτοί που πάντα εξαφανίζονται, αλλά ότι πλέον είναι μια συμπεριφορά που την επιλέγουν και κάποιοι ενώ μοιάζει να είναι κόντρα στο χαρακτήρα τους. Απλώς επειδή φαίνεται εύκολη λύση. Είναι μια τάση που μας κάνει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κρυφτούμε πίσω οθόνες. Με μπλοκαρίσματα στα social media νιώθουμε πως διαγράφουμε τον άλλον απ’ τη ζωή μας. Η σχέση, όμως, δεν έλαβε χώρα στον ψηφιακό κόσμο αλλά στον πραγματικό.
Η τελευταία εικόνα που κρατάμε από έναν άνθρωπο γράφει ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Όλοι έχουμε δικαίωμα να βάλουμε τέλος. Αλλά ο χωρισμός αξίζει να είναι ζωντανός. Με δυο βλέμματα, έναν απολογισμό, ή έστω δυο τελευταία λόγια που να κουβαλάνε ψυχή και –αν το νιώθουμε– μια συμβουλή και μια ευχή από καρδιάς για κλείσιμο. Αν κι εφόσον μιλάμε για μια σχέση που μας άγγιξε, γιατί αν ήταν κάτι εφήμερο κι ανούσιο, εύκολα ξεπερνιέται.
Ο χωρισμός είναι υπόθεση για δυο, που ο καθένας τον αντιμετωπίζει με τον τρόπο του κι όχι μια κατάσταση που πρέπει να αποφεύγουμε. Είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον να παρατηρούμε πώς αντιμετωπίζουμε εμείς οι ίδιοι έναν χωρισμό και πώς τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος για τον οποίο νιώσαμε κάποια συναισθήματα.
Αν αυτός επέλεξε τη σιωπή κι εσύ αναζητάς μια απάντηση, δεν έχεις παρά να πας να τον βρεις να του κάνεις την ερώτηση. Δεν πείθει κανέναν αυτή η εξαφάνιση και ξέρεις ότι μπορείς να τον βρεις. Αν εσένα ουρλιάζουν λέξεις μέσα σου για να ακουστούν, πήγαινε να του τις πεις.
Μη βολεύεσαι στη θέση του θύματος. Είναι εύκολο να βγάζουμε συμπεράσματα για κάποιον που σιωπά. Όπως αυτός επέλεξε να μη μιλήσει, έχεις κι εσύ αντίστοιχα το δικαίωμα να μιλήσεις. Για να ξέρεις τι έζησες και με ποιον και μετά απ’ αυτή σου την προσπάθεια έχεις όλο το χρόνο να βγάλεις συμπεράσματα και γι’ αυτόν αλλά και για σένα.
Υ.Γ: Ό,τι κι αν έγινε οφείλουμε στον άλλον μια εξήγηση κι όχι μια εξαφάνιση. Γιατί όταν σε διάλεγα σε εκτιμούσα. Όταν, όμως, σε σέβομαι μέχρι το τέλος, κυρίως εκτιμάω τον εαυτό μου. Για να μπει μια τελεία, πρέπει πρώτα να γραφτούν τα τελευταία λόγια στο χαρτί.
Συντάκτης: Βαλεντίνα-Δέσποινα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
πηγη