Με σένα ήμουν η χειρότερη εκδοχή μου

Έχεις δίκιο. Δεν είμαι εγώ. Με κατηγόρησες τις προάλλες ότι δε σε νοιάζομαι, δε σε φροντίζω, ότι σπάζομαι συνεχώς μαζί σου, ότι σε γειώνω και δε βλέπεις τίποτα πια το καλό κι ερωτικό πάνω μου.
Ναι, αυτή είμαι, το παραδέχομαι. Ή μάλλον σωστότερα: αυτή έγινα δίπλα σου. Γιατί βλέπεις εγώ έμεινα μαζί σου μέχρι το τέλος, μέχρι να καώ ελπίζοντας πως η αγάπη μας ήταν από τις σπάνιες, τις αιώνιες. Βγήκα, όμως, λάθος. Δεν εννόησα να φύγω στα πρώτα ζόρια παρ' ό,τι όλα έδειχναν προς την έξοδο κινδύνου. Ήθελα βλέπεις να το ζήσω το παραμύθι μου, να το φτάσω ως το τέρμα. Και τώρα που το 'ζησα, τι κατάλαβα;
Δεν ήταν, αγάπη μου, ο έρωτάς μας από αυτούς που θα διαρκούσαν για πάντα, πώς θα γίνει; Μη νομίζεις κι εγώ το ίδιο ήθελα να πιστεύω γιατί ήσουν ο πρώτος μου, ο ένας και μοναδικός και το ‘χα τιμή και καμάρι που ανήκα μόνο σε ‘σένα.
Βλέπεις σε γνώρισα στην πιο τρυφερή μου ηλικία, πολύ πριν γίνω μια ολοκληρωμένη γυναίκα με όνειρα κι ενδιαφέροντα, που μεταξύ μας ποτέ δεν απέκτησα στο βαθμό που ήθελα. Ήσουν εσύ το επίκεντρο της ζωής μου κι όλα τ' άλλα μοιάζανε δευτερεύοντα.
Όσο μεγάλωνα δίπλα σου, το χάσμα όλο και μεγάλωνε μεταξύ μας. Όχι από τη μεριά σου γιατί εσύ δε ζητούσες πολλά. Μια γυναίκα να σε αγαπάει, να σου' χει έτοιμο ένα πιάτο ζεστό φαΐ και να σε υποδέχεται με χαμόγελο κι όρεξη για σεξ. Να ήσουν εσύ το κέντρο της.
Εγώ δεν ήμουν αυτή όμως. Δε μου αρκούσε να είμαι άλλη μια γυναικούλα της σειράς. Δεν ήθελα να εγκαταλείψω τον εαυτό μου, παρ' ότι το 'κανα γιατί σε λάτρεψα. Είχα κι εγώ όνειρα, αλλά τα έθαψα από επιλογή γιατί ήθελα να δίνω σε ‘σένα όλο μου το είναι. Σε καλόμαθα. Και πιθανότατα θα άντεχα να το κάνω για χρόνια αυτό, αν ήξερες όχι μόνο να ζητάς αλλά και να δίνεις. Ψέματα. Ζητούσες από μένα τη στιγμή που το μόνο που έδινες ήταν κακές στιγμές.
Aπό την αρχή της σχέσης μας ζητούσες ενώ έδινες ψίχουλα. Στην πορεία έγινες αυταρχικός και παράλογος. Με απομάκρυνες. Έχανα το κέφι μου, αλλά από αγάπη, συνήθεια και πείσμα επέμενα να φτιάξω τη σχέση μας. Μια ζωή να διορθώνω, να φτιάχνω και παράλληλα να εγκαταλείπω και να χαλάω εμένα. Αυτό έπαθα. Αλλοιώθηκα. Μέχρι που ήρθε η χαριστική βολή, οι προδοσίες σου η μια μετά την άλλη και τότε έγινα ο χειρότερος εφιάλτης σου.
Παραμορφώθηκα και πλέον τίποτα δε θύμιζε τη γυναίκα που ήμουν τόσα χρόνια στο πλάι σου. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Ήθελες να το παλέψεις. Μα σκότωσες τα πάντα μέσα μου. Πέθανα, αλλά επέστρεψα από τη φωτιά μια άλλη, μια ξένη. Δε με αναγνωρίζεις γιατί δεν είμαι δικιά σου πια. Είμαι ολόδική μου, έχω τη ζωή μου και τις βλέψεις μου που δε σε περιλαμβάνουν στο ελάχιστο. Και σου κακοφαίνεται και με πολεμάς λέγοντάς μου ότι τέτοια ήμουν μια ζωή. Μα δεν ήμουν. Έγινα.
Ναι, δεν είμαι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα το γνώριμο εδώ απ' όσα φέρνεις στη μνήμη σου. Και καλά θα κάνεις να σβήσεις τα πάντα από ‘μένα. Δεν σου αξίζω ούτε καν σαν ανάμνηση. Και να σου πω και κάτι; Δεν είμαι εγώ μαζί σου. Γιατί η ίδια είμαι, αλλά εσύ δεν μπορείς να το δεις, ξέρεις γιατί; Γιατί εσύ μου βγάζεις τον χειρότερό μου εαυτό και κάπου σου αξίζει. Δεν είμαι ο εαυτός μου μαζί σου, βλέπεις μια παραλλαγή αυτού στην πιο κακή του έκδοση.
Σε απωθώ και το ξέρω γιατί δε νιώθω τίποτα πλέον για σένα. Δεν προσπαθώ πλέον για ‘σένα, κατάλαβέ το. Δεν υπάρχει τίποτα καλό εδώ. Ούτε προσπαθώ να σε εκδικηθώ όπως κανονικά έπρεπε γιατί πρώτον σέβομαι τον εαυτό μου και δεύτερον δεν αξίζει να ασχοληθώ μαζί σου ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Μου περνάς τελείως απαρατήρητος, πώς το λένε; Μου είσαι αόρατος.
Δε θέλω το κακό σου όπως δε θέλω το κακό κανενός. Δε θέλω όμως και την παρουσία σου στη ζωή μου. Δε θέλω να ακούω τις θρασύτατες κατηγορίες σου, τις ενοχές σου και τον πόνο σου. Πήγαινε αλλού να τα πεις, εκεί που σε παίρνει. Ζήσε με τις τύψεις σου τώρα. Αυτή ίσως είναι η χειρότερή σου τιμωρία, μεγαλύτερη από κάθε προσπάθεια εκδίκησης.
Εδώ πάντως δε ζεις πουθενά κι ούτε να ξανάρθεις.
Γράφει η Αμαλία Κ.
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη