Τα έμβρυα μπορούν να ακούσουν αρκετά καλά από τη 16η
κιόλας εβδομάδα της κύησης, αποκαλύπτει μια νέα επιστημονική μελέτη που
δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Ultrasound.
Για πρώτη φορά στα χρονικά, επιστήμονες από το Ινστιτούτο Marques
της Βαρκελώνης κατάφεραν να αποδείξουν ότι ένα έμβρυο μπορεί να
ανιχνεύσει τους ήχους και μάλιστα ότι αντιδρά σε αυτούς, κουνώντας το
στόμα και τη γλώσσα του.
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι τα αφτιά ενός εμβρύου έχουν πια αναπτυχθεί πλήρως μέχρι τη 16η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Μέχρι τώρα όμως οι επιστήμονες πίστευαν ότι ένα έμβρυο μπορεί να ακούσει από τη 18η εβδομάδα της κύησης και έπειτα.
Η επικεφαλής της μελέτης Δρ Marisa Lopez-Teijon δηλώνει πως τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι το έμβρυο ανταποκρίνεται στη μουσική που μεταδίδεται ενδοκολπικά «σαν να προσπαθεί να μιλήσει ή να τραγουδήσει»!
Η μέθοδος ενδοκολπικής μετάδοσης που δοκίμασαν οι επιστήμονες μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο του προγεννητικού ελέγχου ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κώφωσης ή γενικότερα να ελεγχθεί η ακοή του εμβρύου.
Η μουσική ενεργοποιεί το τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει την επικοινωνία κι έτσι ακούγοντας ήχους ή μουσική το έμβρυο αντιδρά με κινήσεις όμοιες με αυτές που χρησιμοποιούνται κατά την εκφορά λόγου. Πρόκειται για το πρώτο βήμα που θέτει τα θεμέλια για την ομιλία ή την ικανότητα να τραγουδάμε.
Χρησιμοποιώντας μια ειδική συσκευή που ονομάζεται Babypod και κατασκευάστηκε για τη συγκεκριμένη μελέτη, οι μέλλουσες μητέρες θα μπορούν να παρέχουν στο αγέννητο μωρό τους ακουστικά ερεθίσματα ώστε να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των επικοινωνιακών του δεξιοτήτων πριν καν γεννηθεί. Με άλλα λόγια, με τη βοήθεια της συσκευής η μάθηση μπορεί να ξεκινήσει από τη μήτρα.
Στο πλαίσιο των σχετικών πειραμάτων, οι επιστήμονες μελέτησαν εγκύους που βρίσκονταν στην 14η έως την 39η εβδομάδα της κύησης. Χρησιμοποιήθηκε υπέρηχος ώστε να παρακολουθούνται οι αντιδράσεις των εμβρύων όταν άκουγαν μουσική. Η μετάδοση της μουσικής έγινε με δύο τρόπους: είτε με αναπαραγωγή κοντά στην κοιλιά της μέλλουσας μητέρας, είτε ενδοκολπικά με ειδικό ηχείο μικρού μεγέθους εντός του κόλπου.
Ο υπέρηχος πριν ξεκινήσει η μουσική έδειξε ότι περίπου το 45% των εμβρύων κινούσαν αυθόρμητα το κεφάλι και τα άκρα τους, ενώ ποσοστό περίπου 30% κινούσαν το στόμα ή τη γλώσσα τους. Περίπου το 10% των εμβρύων έβγαζαν τη γλώσσα τους έξω από το στόμα. Όταν τα μωρά άκουσαν τη μουσική (ενδοκολπικά), το συντριπτικό 87% ανταποκρίθηκε κουνώντας το κεφάλι και τα άκρα. Οι κινήσεις αυτές συνοδεύονταν μάλιστα από συγκεκριμένες κινήσεις του στόματος και της γλώσσας οι οποίες σταματούσαν όταν σταματούσε και η μουσική.
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι τα αφτιά ενός εμβρύου έχουν πια αναπτυχθεί πλήρως μέχρι τη 16η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Μέχρι τώρα όμως οι επιστήμονες πίστευαν ότι ένα έμβρυο μπορεί να ακούσει από τη 18η εβδομάδα της κύησης και έπειτα.
Η επικεφαλής της μελέτης Δρ Marisa Lopez-Teijon δηλώνει πως τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι το έμβρυο ανταποκρίνεται στη μουσική που μεταδίδεται ενδοκολπικά «σαν να προσπαθεί να μιλήσει ή να τραγουδήσει»!
Η μέθοδος ενδοκολπικής μετάδοσης που δοκίμασαν οι επιστήμονες μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο του προγεννητικού ελέγχου ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κώφωσης ή γενικότερα να ελεγχθεί η ακοή του εμβρύου.
Η μουσική ενεργοποιεί το τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει την επικοινωνία κι έτσι ακούγοντας ήχους ή μουσική το έμβρυο αντιδρά με κινήσεις όμοιες με αυτές που χρησιμοποιούνται κατά την εκφορά λόγου. Πρόκειται για το πρώτο βήμα που θέτει τα θεμέλια για την ομιλία ή την ικανότητα να τραγουδάμε.
Χρησιμοποιώντας μια ειδική συσκευή που ονομάζεται Babypod και κατασκευάστηκε για τη συγκεκριμένη μελέτη, οι μέλλουσες μητέρες θα μπορούν να παρέχουν στο αγέννητο μωρό τους ακουστικά ερεθίσματα ώστε να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των επικοινωνιακών του δεξιοτήτων πριν καν γεννηθεί. Με άλλα λόγια, με τη βοήθεια της συσκευής η μάθηση μπορεί να ξεκινήσει από τη μήτρα.
Στο πλαίσιο των σχετικών πειραμάτων, οι επιστήμονες μελέτησαν εγκύους που βρίσκονταν στην 14η έως την 39η εβδομάδα της κύησης. Χρησιμοποιήθηκε υπέρηχος ώστε να παρακολουθούνται οι αντιδράσεις των εμβρύων όταν άκουγαν μουσική. Η μετάδοση της μουσικής έγινε με δύο τρόπους: είτε με αναπαραγωγή κοντά στην κοιλιά της μέλλουσας μητέρας, είτε ενδοκολπικά με ειδικό ηχείο μικρού μεγέθους εντός του κόλπου.
Ο υπέρηχος πριν ξεκινήσει η μουσική έδειξε ότι περίπου το 45% των εμβρύων κινούσαν αυθόρμητα το κεφάλι και τα άκρα τους, ενώ ποσοστό περίπου 30% κινούσαν το στόμα ή τη γλώσσα τους. Περίπου το 10% των εμβρύων έβγαζαν τη γλώσσα τους έξω από το στόμα. Όταν τα μωρά άκουσαν τη μουσική (ενδοκολπικά), το συντριπτικό 87% ανταποκρίθηκε κουνώντας το κεφάλι και τα άκρα. Οι κινήσεις αυτές συνοδεύονταν μάλιστα από συγκεκριμένες κινήσεις του στόματος και της γλώσσας οι οποίες σταματούσαν όταν σταματούσε και η μουσική.