Μου είπε κάποιος χαμογελώντας ειρωνικά, ότι ζω σε σύννεφο.
Μου είπε ότι αυτά που θέλω, αυτά που διεκδικώ, αυτά που ονειρεύομαι και περιμένω, είναι ουτοπίες.
Μου είπε ότι άμα πέσω, θα χτυπήσω πολύ σοβαρά ή θα σκοτωθώ.
Θα σπάσω τα πόδια ή τα χέρια μου και πιθανότατα το κεφάλι μου και μετά απ αυτά δεν θα μπορώ ποτέ να ξανανέβω.
Με κοίταγε από τα χαμηλά με το ένα χέρι
του τοποθετημένο στο σβέρκο και το άλλο μπροστά στα μάτια του γιατί τον
ενοχλούσε ο ήλιος.
Κι εγώ τον κοίταγα πάνω από το σύννεφο,
κρεμασμένη σχεδόν ολόκληρη απ αυτό, με τον ήλιο να καίει το κεφάλι μου
και χωρίς να στηρίζομαι πουθενά.
Ήθελα να του πω ν ανέβει πάνω για να δει, αλλά ήμουν σίγουρη ότι θ΄αρνηθεί.
Προτιμούσε να βγάζει τα συμπεράσματά του από τη σιγουριά που του έδινε η γη που πατούσε.
Προτιμούσε να πιστεύει ότι η δική του σιγουριά ήταν καλύτερη από την δική μου αβεβαιότητα.
Εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι εγώ τη
σιγουριά του την έχω ζήσει. Την έχω φάει με το κουτάλι, εκείνο το
τρομακτικά μεγάλο κουτάλι, αυτό που δίνουμε τα φάρμακα στα μικρά παιδιά
και το κοιτάζουν τρομαγμένα.
Εκείνο που δεν ήξερε είναι εγώ εκεί δεν ανέβηκα για να αποφύγω τη ζωή, αλλά για να τη ζήσω.
Εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι είναι επιλογή μου να μην κατέβω από εκεί, γνωρίζοντας ακριβώς πως είναι κάτω.
Δεν ξέρει κι άλλα. Πολλά.
Δεν ξέρει τίποτα γι αυτούς που ζουν στα σύννεφα, μόνο μπορεί και τους κατηγορεί από την ασφάλεια της άγνοιάς του.
Δεν ξέρει ότι εκεί πάνω ξυπνάμε απ το
ξημέρωμα. Ανοίγουν τα μάτια μας διάπλατα πριν βγει ο ήλιος, ελάχιστα
χορτασμένοι από τον λίγο ύπνο που κάνουμε.
Δεν ξέρει ότι το μυαλό μας είναι
αναγκασμένο να δουλεύει από το πρώτο δευτερόλεπτο που ξυπνάει μέχρι το
τελευταίο πριν κοιμηθεί, γιατί δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Δεν ξέρει ότι εκεί οι ανέσεις είναι λίγες. Τίποτα δεν γίνεται από μόνο του.
Δεν ξέρει ότι δουλεύουμε όλη μέρα για πράγματα τα οποία εκείνος πληρώνει άλλους να τα κάνουν.
Η ξεκούραση λίγη, το φαγητό απλό.
Μεγάλα τραπέζια δεν έχουμε, ούτε πολλές καρέκλες για να κάτσει ο κόσμος.
Το κρασί μας είναι χύμα τις περισσότερες
φορές και όσες καταφέρνουμε να αγοράσουμε μπουκάλι, το φυλάμε μετά σαν
ενθύμιο για να μας θυμίζει εκείνη τη μια φορά που ανοίξαμε φελλό και όχι
καπάκι.
Ψωμί έχουμε κάθε μέρα αλλά πασχίζουμε πολύ γι αυτό.
Δεν το αγοράζει κανένας για μας, ούτε μας το φέρνει στο σπίτι την ώρα που επιστρέφει.
Δεν έχουμε κανέναν να φορτωθεί τις σακούλες, τα βάρη, τις ευθύνες, τους πόνους, τη γιατρειά μας.
Καθένας από μας, γιατρός του εαυτού του.
Η μέρα μας είναι πάντα ολόκληρη και ποτέ μισή. Πολλές φορές είναι και διπλάσια από τη δική του.
Γονατίζουμε και ξανασηκωνόμαστε κάθε φορά σκουπίζοντας τα γόνατα από τα χαλίκια και τις σκόνες.
Ράβουμε μόνοι μας τα σκισμένα ρούχα, τα καινούργια είναι και λίγο δυσεύρετα εκεί πάνω.
Δεν ξέρει ότι δεν μας νοιάζει αν έχει ήλιο, βρέχει, κάνει κρύο ή φυσάει διαολεμένα.
Δεν νευριάζουμε με καθημερινά πράγματα,
δεν χαλάει το πρόγραμμά μας με κάποιες μικρές αλλαγές που προκύπτουν,
δεν μας απασχολούν τα πράγματα που με κάποιο ανθρώπινο, εύκολο ή δύσκολο
τρόπο, διορθώνονται.
Σταματάμε εκεί που χρειάζεται κάποιος
βοήθεια και χάνουμε τον ύπνο μας κάποιες φορές για να μπορέσει να
κοιμηθεί ήρεμα κάποιος άλλος.
Δεν περιμένουμε κάτι, δεν απαιτούμε κάτι, δεν διεκδικούμε τίποτα απ΄αυτά που δεν μας ανήκουν.
Τις περισσότερες φορές δεν βάζουμε πρώτο
τον εαυτό μας, όμως για να διαλέγουμε να ζούμε εκεί πάνω, στην ουσία ο
εαυτός μας ήταν πάντα πρώτος.
Έχουμε πέσει άπειρες φορές από εκεί, μόνο που κατά την πτώση μας κανένας δεν χτύπησε σοβαρά.
Το δυνατό σώμα έχει συνηθίσει τα χτυπήματα, το δυνατό μυαλό τα προβλήματα και η δυνατή ψυχή ξέρει να σηκώνεται από μόνη της.
Δεν ξέρει ότι εκεί ονειρευόμαστε ξύπνιοι
και ότι ακούμε μουσική όλη μέρα. Δεν ξέρει ότι βλέπουμε τα χρώματα με
την πραγματική τους διάσταση και αισθανόμαστε τις μυρωδιές στο πετσί
μας.
Ότι γελάμε με την ψυχή μας και κλαίμε καρφωμένοι κάτω μέχρι να σταματήσουν τα δάκρυα.
Ότι αγαπάμε χωρίς βαρίδια. Με τελείες, όχι με ερωτηματικά ή κόμματα.
Δεν ξέρει ότι διαβάζουμε βιβλία για να γράψουμε τα δικά μας.
Ότι ζούμε τις μέρες μας περιμένοντας πάντα το καλύτερο κι όχι προσπαθώντας ν΄ αποφύγουμε το χειρότερο.
Δεν ξέρει ότι όποιος βρίσκεται εδώ, ήθελε να είναι εδώ. Δεν έπρεπε να είναι εδώ.
Εμείς επιλέξαμε να ζούμε εδώ. Εμείς μπορούμε να ζήσουμε εδώ.
Εμείς μπορούμε να ζήσουμε οπουδήποτε.
Συνέχισε να με κοιτάει από τα χαμηλά με
το ένα χέρι του τοποθετημένο στο σβέρκο και το άλλο μπροστά στα μάτια
του γιατί τον ενοχλούσε ο ήλιος.
Κι εγώ, συνέχισα να τον κοιτάζω πάνω από
το σύννεφο, κρεμασμένη σχεδόν ολόκληρη απ αυτό, με τον ήλιο να καίει το
κεφάλι μου και χωρίς να στηρίζομαι πουθενά.
Εκείνος με την ανάγκη του κι εγώ με την επιλογή μου.
_____________
Γράφει η Δήμητρα Καφρομάνη
Πηγή: o-klooun.com/