Aποφάσισα να γίνομαι παιδί κάθε φορά που δε μου αρέσει το σήμερα που ανήκω.

 Ήταν μια από τις προηγούμενες μέρες που είχα την ανάγκη να βολτάρω μόνη μου. Έκανα ζεστό καφέ για το δρόμο και άρχισα να περπατώ χωρίς να έχω συγκεκριμένα στο μυαλό μου πού ακριβώς θα πήγαινα. Χωρίς δουλειά και με πρόσφατο χωρισμό από σχέση πέντε χρόνων, ήταν σαν να είχα χάσει το νόημα. Πoιo νόημα δηλαδή; Σάμπως και υπήρχε νόημα. Από τη μια απασχολούμουν σ’ έναν τομέα που δεν με έλκυε καθόλου. Ας μην είμαι άπληστη, σκεφτόμουν. Υπάρχει κόσμος που δεν έχει να φάει. Και έκανα πως παρηγορούσα τον εαυτό μου. Από την άλλη ήμουν μ’ έναν άνθρωπο που αγαπούσα μεν, αλλά η φλόγα που υπήρχε μεταξύ μας είχε σβήσει εδώ και καιρό. Και έλεγα απλά ότι ο έρωτας δεν διαρκεί για πάντα για να μπορώ να ζω ανενόχλητη στο γυάλινο κλουβί μου. Μόνο που το κλουβί ήταν διαφανές και εγώ δεν το έβλεπα.
Είπα να κάνω στάση σ’ ένα πάρκο μερικά τετράγωνα πιο πάνω. Κάθισα σ’ ένα κόκκινο παγκάκι και χάζευα μερικά παιδάκια που έπαιζαν ανέμελα. Τότε έγινα σύννεφο και ταξίδεψα μερικά χρόνια πριν,  λες και τα παιδάκια ήταν αφορμή για να με κάνουν να γυρίσω σε εποχές που θα ήθελα να ζω ακόμα.
Τα Σάββατα δεν κοιμόμουν μέχρι το μεσημέρι για να χαλαρώσω από την κούραση της εβδομάδας. Υπήρχε αυστηρό εγερτήριο από τις εφτά για να δω αγαπημένα μου παιδικά.
Ζούσα για να αποκτήσω το καλύτερο παιχνίδι τα Χριστούγεννα και αν δεν γινόταν αυτό, θα περίμενα μέχρι τα επόμενα. Για μένα η αγορά ρούχων και παπουτσιών ήταν πολύ επίπονη εργασία, γι’ αυτό και το άφηνα στη μαμά. Της είχα πει να με φωνάζει μαζί της μόνο όταν πηγαίνει στο  supermarket.  Μη με ρωτήσετε γιατί. Ίσως για να γεμίζω το παιδικό καρότσι με βλακείες και στο τέλος να τα κανονίζει μ’ έναν υπάλληλο για να τα τοποθετεί ευλαβικά πίσω.
Ήμουν χαρούμενη όταν έκανα σωστά την ορθογραφία μου και η δασκάλα μου έβαζε στο τετράδιο ένα  χρωματιστό αστεράκι. Καμιά φορά τα μετρούσα κιόλας και τα έβαζα στο τετράδιο των ρεκόρ μου.
Τα καλοκαίρι ήμουν πιστή πελάτισσα στον παγωτατζή της γειτονιάς μας, που κάθε μέρα, λίγο πριν τη μία το μεσημέρι, έκανε στάση έξω από το σπίτι μου. Νόμιζα ότι ανήκα στην elite μόνο και μόνο επειδή είχα την τιμή να αγοράζω πρώτη το παγωτό μου. Εννοείται ότι ένα τέταρτο πριν έρθει καθόμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας μήπως και μου πάρει άλλος τη σειρά. Η μαμά καμιά φορά ευχόταν να μην έρθει και γω την έλεγα κακιά. Μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα ότι το παγωτό σοκολάτας δεν καθάριζε και τόσο εύκολα από τα ρούχα.
Δεν είχα έγνοιες όπως το αν πάχυνα, αν ήμουν όμορφη, αν έπρεπε να δηλώσω παρουσία σε όλα τα in μπαράκια της πόλης. Ούτε καν αν μ’αγαπούσε ο Πελοπίδας. Ήταν το αγόρι με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια μερικά χρόνια μεγαλύτερός μου. Μ’ένοιαζε ότι τον αγαπούσα εγώ και ας μην ήξερα τι σημαίνει αγάπη.
Καθώς ήμουν επιεικώς στον κόσμο μου και κοιτούσα στο κενό, ένα κοριτσάκι με πλησίασε από απέναντι και με ρώτησε τι έχω. Είχε πολύ καιρό να με ρωτήσει κάποιος άγνωστος τι έχω. «Τίποτα», απάντησα, «απλά σκεφτόμουν ποια είναι η αγαπημένη μου γεύση παγωτού» και χαμογέλασα δειλά στο κοριτσάκι λες και ένιωθα ότι σίγουρα δεν θα με πίστευε. «Α», μου λέει, «εσείς οι μεγάλοι είστε περίεργοι. Εγώ αυτό δε χρειάζεται να το σκεφτώ, το ξέρω ήδη. Σκέφτομαι μονάχα πότε θα καταφέρω να δω ένα ουράνιο τόξο από κοντά», και της απαντώ με σοβαρό ύφος, «Και γω το σκεφτόμουν αυτό πριν μερικά χρόνια. Δεν κατάφερα να το δω από κοντά. Ίσως εσύ ναι, αλλά προσπάθησε να το δεις πριν μεγαλώσεις». Στη συνέχεια μου έκανε πρόταση να παίξω κρυφτό με την παρέα τους. Δέχτηκα μετά χαράς. Και για ένα απόγευμα είχα γίνει και πάλι παιδί και αποφάσισα να γίνομαι κάθε φορά που δεν μου αρέσει το σήμερα όπου ανήκω…
Γράφει η Σοφία Θεοδώση
Πηγή