Όσο κάθομαι και σκέφτομαι, άλλο τόσο τρελαίνομαι. Θυμώνω στην ιδέα ότι οι σχέσεις έχουν γίνει τόσο ξεπεσμένες. Όσο αστείο κι αν ακούγεται έτσι είναι. Οι άνθρωποι πλέον έτσι έμαθαν. Δεν έχει σημασία αν τους αρέσει ή όχι. Αν αυτοί θεωρούν πως έτσι θα επιβιώσουν στο ατελείωτο παιχνίδι των σχέσεων θα συνεχίσουν να πληγώνουν ανθρώπους. Απλά στο τέλος θα κάτσουν να μετρήσουν «πτώματα». Γιατί έτσι καταλήξαμε. Θύματα ανθρώπων που δεν αναλογίστηκαν τίποτα κι απλά μας πυροβόλησαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Και δυστυχώς τα άτομα αυτά ήταν εκείνα που αγαπήσαμε περισσότερο.
Μετά τα αμέτρητα τσιγάρα στο τασάκι, σκέφτομαι επίσης πόσες φορές βρεθήκαμε στο βωμό με σκοπό τη θυσία, για ανθρώπους που αγαπήσαμε. Όσα είναι τα τσιγάρα στο τασάκι αυτό, σε εκείνο πάνω στο τραπέζι, στα σκουπίδια, άλλες τόσες φορές θυσιαστήκαμε. Δε λέω, μερικοί το άξιζαν κι όσες φορές αναλογιστούμε τι κάναμε, καμία δεν το μετανιώσαμε. Μεταξύ μας όμως, πόσοι ήταν αυτοί που το άξιζαν; Λίγοι, πολλοί λίγοι.
Πόσες φορές μας κράτησε η αγάπη; Πόσες φορές μείναμε κάπου λόγω αυτού του γόρδιου δεσμού; Αμέτρητες. Είναι αμέτρητες οι φορές εκείνες που αντί να κλείσουμε την πόρτα σε ανθρώπους που δεν έπρεπε καν να βρίσκονται δίπλα μας, συγχωρήσαμε, ξεχάσαμε και προχωρήσαμε. Είπαμε ένα «δε γαμιέται» κι απλώς προχωρήσαμε.
Γελοίο δεν ακούγεται; Κι όμως, το κάναμε. Στήσαμε μόνοι μας τον εαυτό μας στον τοίχο και δώσαμε την εντολή να μας πυροβολήσουν στο ψαχνό. Μόνο και μόνο επειδή φοβηθήκαμε τη μοναξιά. Αυτή την πουτάνα τη μοναξιά, που πληγώνει ανθρώπους και θερίζει καρδιές. Μάθαμε να τη φοβόμαστε κι έτσι κάναμε πράγματα αδιανόητα για εμάς τους ίδιους. Πράγματα που πριν ορκιζόμασταν πως δε θα κάναμε.
Κι όσο και να είπαμε πως δε θα κάνουμε τα λάθη του παρελθόντος, συνεχίσαμε σαν κανονικοί μαλάκες. Δεχτήκαμε άθλιες συμπεριφορές, αδικαιολόγητες επιλογές. Δεχτήκαμε να μας υποβιβάζουν, να μη μας υπολογίζουν. Κι όλα αυτά επειδή κάναμε το λάθος να αγαπήσουμε. Τελικά, η αγάπη είναι αρρώστια που σκοτώνει. Μεταδίδεται απ’ τον έναν στον άλλον, σαν επιδημία ένα πράγμα. Δε σου δίνει περιθώρια βελτίωσης, απλά μετράς τις μέρες. Ένας μήνας, δύο χρόνια, πέντε χρόνια. Στο τέλος θα πεθάνεις και το ξέρεις.
Για μερικούς αξίζει αυτός ο θάνατος. Τον λες και γλυκό θάνατο -όσο γλυκός μπορεί να είναι. Άλλοι σε βλέπουν να πεθάνεις και πεθαίνουν κι αυτοί μαζί σου. Άλλοι χαίρονται, μόνο και μόνο επειδή κι εκείνοι έχασαν το μέτρημα από τους ίδιους τους θανάτους. Γιατί έτσι πάει, δεν πεθαίνεις μία φορά. Βάλε όμως ένα τέλος. Δε θα αντέξεις πολύ. Κάποια στιγμή θα σταματήσεις να ζεις.
Φύγε όμως πριν να είναι αργά. Κάποια στιγμή πρέπει να φύγεις. Μην το καθυστερείς, πιστεύοντας ότι η αγάπη είναι τόσο μεγάλο κίνητρο για να κρατήσεις έναν άνθρωπο στη ζωή σου ενώ σου έχει κάνει τόσα και τόσα. Προφανώς κι είναι δύσκολο, αλλά όπως λένε, είναι καλύτερο ένα τέλος με πόνο, παρά ένας πόνος δίχως τέλος.
Μη δικαιολογείς ανθρώπους, μη συγχωρείς τόσο εύκολα. Μη γίνεσαι η σκιά κανενός. Έχεις γεννηθεί για να ξεχωρίζεις, μην καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό μόνο και μόνο για να μη μείνεις μόνος. Αν ο άλλος δεν αντέχει τη μοναδικότητά σου, μην του κάνεις τη χάρη να του την προσφέρεις τόσο απλόχερα. Μην αφήνεις κανένα να σε υποβιβάζει, υπάρχεις για εσένα και για όσους αγαπάς. Για εκείνους που αξίζουν την αγάπη σου, που έχουν παλέψει για να την κερδίσουν. Που μπορεί να μόχθησαν, να πόνεσαν, αλλά στο τέλος την κέρδισαν.
Μάθε ότι η καρδιά είναι ένα ανεξέλεγκτο παιδάκι μέσα σε κατάστημα με παιχνίδια. Τα θέλει όλα, τα αγαπάει όλα. Δάμασέ την. Χρησιμοποίησε την για να αγαπάς τα απλά παιχνίδια, τα αρκουδάκια, τα τρενάκια. Όχι τις Barbie ή τις πορσελάνινες κούκλες που μόλις σπάσουν θα αντιληφθείς ότι είναι άδειες.
Μάθε πως ό,τι δε λύνεται, κόβεται κι ό,τι δεν μπορείς να κάνεις, δεν προσπάθησες αρκετά για να το καταφέρεις. Γιατί η αγάπη δεν είναι κίνητρο για να κρατήσεις κάποιον στη ζωή σου. Είναι λόγος, αλλά δεν πρέπει να είναι ο μοναδικός.
Γράφει η Χριστίνα Νικολοπούλου
Πηγή