Από τον Οιδίποδα ώς τον
Δαρβίνο και από τον Φρόιντ ως τους σύγχρονους ψυχαναλυτές, αυτοί είναι
οι συνειδητοί και υποσυνείδητοι παράγοντες στην επιλογή συντρόφου.
Tην Α. και την Ε. τις γνωρίζω χρόνια - είναι από εκείνες τις φιλίες τις
τόσο παλιές, που πια δεν αναρωτιέσαι γι’ αυτές, πιστεύεις πως ήταν πάντα
εκεί σαν ένα χέρι ή ένα πόδι ή σαν τη σκόνη που κάθεται στο πιο ψηλό
ράφι της βιβλιοθήκης. Πιο παλιά, βλεπόμασταν σχεδόν κάθε Τετάρτη ή
Παρασκευή («ζουρ φιξ», όπως τις λέγαμε κοροϊδευτικά) για να «τινάξουμε»
τη σκόνη της βδομάδας. Κι αυτές οι συναντήσεις είχαν πάντα το ίδιο
τελετουργικό: καφές, ένα σνακ στα γρήγορα, και μετά βόλτα με τα πόδια ως
το «στέκι» για ένα ποτό, που γινόταν δύο, τρία, πέντε, πολλές
μισομεθυσμένες εξομολογήσεις για τους άντρες της ζωής μας. Όλες τους
κατέληγαν συνήθως με την ίδια ερώτηση: «Μα καλά, όλοι οι μαλ... σε μένα τυχαίνουν;»
Υποθέτω πως δεν είχαμε άδικο: η Α. είχε πολλά χρόνια σχέση με έναν
παντρεμένο, που τον διαδέχτηκε ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα ένας
άλλος παντρεμένος, και έπειτα ένας «είμαστε στα χωρίσματα, αλλά όχι
ακριβώς». Η Ε. μπερδευόταν διαρκώς με πολύ μικρότερους άντρες, οι οποίοι
με έναν περίεργο τρόπο την είχαν όλοι ανάγκη για να «σωθούν». Όσο για
μένα, με γοήτευαν τα «κακά παιδιά» - όσο πιο δύσκολα, απόμακρα,
εσωστρεφή, άπιστα ή σαδιστικά διαταραγμένα, τόσο το καλύτερο. Καμιά μας,
δεν είχε καμία τύχη. Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω πως για
να βρούμε την απάντηση και να λύσουμε το «ξόρκι» που μας κρατούσε
«κοιμισμένες», εν αναμονή του Prince Charming, έπρεπε να αλλάξουμε κάπως
την ερώτηση. Λάθος. Έπρεπε να αλλάξουμε όλο το πρόβλημα.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΦΛΟΣ
Ας ξεκινήσουμε από το αυτονόητο: επιλέγουμε αυτόν που ερωτευόμαστε.
Και έρωτας ίσον μαγεία, ηλεκτρισμός, πάθος, επιθυμία, ανάγκη,
«αρρώστια», κόλπο για τη διαιώνιση του είδους, έντονη διέγερση,
«μεθύσι», «πυρετός», «κάτι που δεν μπορείς να δεις, αλλά να νιώσεις»,
«ένας χημικός τύπος» - oι απαντήσεις στη SOS ερώτηση των παλιών,
κοριτσίστικων σχολικών λευκωμάτων, συνοψίζουν τι σκεφτόμαστε για το
θέμα. Όμως τι στ’ αλήθεια πυροδοτεί αυτή την πλατωνική «θεία τρέλα»; Τι
μας ζαλίζει και μας ξεμυαλίζει, τι μας κάνει να παραληρούμε; Και γιατί ο έρωτας μας στοχεύει πάντα αυτόν τον Έναν άνθρωπο και όχι κάποιον άλλο, ο οποίος θεωρητικά θα ήταν καλύτερος για μας;
Η απάντηση συνήθως είναι ένα αμήχανο σήκωμα των ώμων και η
παραπομπή-κλισέ στον άτακτο φτερωτό γιο της Αφροδίτης, που πετάει
απρογραμμάτιστα τα βέλη του από 'δω κι από 'κει. «Ο έρωτας είναι
τυφλός», λέμε. Είναι όμως;
Οι πιο καχύποπτοι διαφωνούν. Στο βιβλίο Πώς Και Γιατί Ερωτευόμαστε (εκδ.
Περίπλους), η διάσημη ψυχολόγος Αyala Alach Pines, «καταναλώνει»
περισσότερες από 200 σελίδες για να εξηγήσει πως δεν ερωτευόμαστε ποτέ
τυχαία ή κατά λάθος. Το αντίθετο. Επιλέγουμε πολύ προσεκτικά τους συντρόφους μας, παρότι αυτή η επιλογή είναι εν μέρει μόνο συνειδητή.
Που σημαίνει εν ολίγοις πως όποια λάθη κάνουμε είναι, κατά βάση, «λάθη
κρίσεως». Μπορεί να μην το ξέρουμε, αλλά είμαστε υπεύθυνες για την
ευτυχία ή τη δυστυχία μας. Τρομακτικό;
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΔΑΡΒΙΝΟΣ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Το ότι ερωτευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά, δεν σημαίνει πως τα κριτήριά
μας δεν ποικίλλουν – ή μάλλον σημαίνει ακριβώς αυτό. Ένα εκατομμύριο
πράγματα, απαιτήσεις, προσδοκίες, κρυφές σκέψεις, άτυπα «συμβόλαια» και
ψιλά γραμματάκια παίζουν ρόλο στο «ποιος ερωτεύεται ποιον», από τις πιο
απλές (ηλικία, ύψος, βάρος, χρώμα ματιών, φυλή, εθνικότητα κ.λπ.), μέχρι
τις πιο σύνθετες (ευφυΐα, γνωστική περιπλοκότητα, μόρφωση, λεκτική
ικανότητα, τάξη, επαγγελματική και κοινωνική επιτυχία, συναισθηματική
στάση ως προς το θρήσκευμα, κοινές αξίες κ.λπ.). Η έλξη επίσης προς άτομα που μας «μοιάζουν», είναι σημαντική
– οι περισσότερες μελέτες δείχνουν πως αν και οι διαφορές είναι πιο
συναρπαστικές, οι ομοιότητες μας προσφέρουν περισσότερη «επιβράβευση»
μέσα στη σχέση. Άρα, τα ζευγάρια που έχουν την ίδια στάση ζωής,
ιδιοσυγκρασία, συμπεριφορά έχουν περισσότερες πιθανότητες να μείνουν
μαζί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Μια κλασική και πολύ δημοφιλής θεωρία που αποκωδικοποιεί τα μυστικά της
επιλογής συντρόφου, είναι η εξελικτική, η οποία πάει πίσω στον «παππού
Δαρβίνο» και στην πανάρχαια, αταβιστική ανάγκη της επιβίωσης του
«ισχυρού γονιδίου». Αυτή μας λέει πως η γυναίκα, κατά κανόνα,
ψάχνει σε έναν άντρα ιδιότητες που υπογραμμίζουν την ικανότητά του να
«δεσμευτεί ως προς την ίδια και τους απογόνους της» και «να καλύψει τις
ανάγκες τους». Γι’ αυτό πρέπει να είναι καλός, στοργικός, υπεύθυνος, πιστός, να προσφέρει οικονομική ασφάλεια. Αντίθετα, ο άντρας έλκεται από ιδιότητες που επιβεβαιώνουν την ικανότητα της γυναίκας να είναι γόνιμη.
Με δυο λόγια, το σεξ είναι πάντα σεξ, αλλά αν σπας το κεφάλι σου για το
αν θα σε πάρει τηλέφωνο την επόμενη μέρα (και όλες τις επόμενες μέρες
έπειτα από αυτή), καλό είναι να θυμάσαι ότι εκείνοι διαλέγουν, κατά
προτεραιότητα, «νιάτα και ομορφιά». Μπούστα,
δωδεκάποντα, λολίτες με σορτσάκια, βραζιλιάνικα οπίσθια. Εμείς πάλι
διαλέγουμε συναίσθημα και «φωλιά», αγκαλιές και λουλούδια, ένα ταίρι να
μας κάνει να γελάμε. Να έχει καλή δουλειά, ακριβό αυτοκίνητο και
ιδιόκτητο διαμέρισμα με θέα - αν γίνεται διαμπερές, στον τρίτο ή, ακόμα
καλύτερα, ρετιρέ.
Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟ
Η άλλη εξίσου δημοφιλής θεωρία επιλογής συντρόφου είναι η ψυχαναλυτική, η οποία έχει να κάνει με τα γονεϊκά μας πρότυπα
και ιδίως με τη μητέρα – τον πρώτο άνθρωπο με τον οποίο δημιουργούμε
«συμβιωτικό δεσμό» στη ζωή μας. Οι περισσότεροι ψυχολόγοι, ιδίως της
φροϊδικής σχολής, επιμένουν πως η προσήλωση, ο βαθμός προσκόλλησης και
εν γένει η σχέση μας με τον «πρωταρχικό μας φροντιστή» στη βρεφική μας
ηλικία, ασκούν βαθιά επιρροή στις ερωτικές μας επιλογές όταν
ενηλικιωνόμαστε. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, μεγαλώνοντας, οι άντρες
διατηρούν ως ερωτικό πρότυπο τη μητέρα, αλλά ταυτίζονται περισσότερο με
τον πατέρα τους, οι δε γυναίκες παραμένουν ταυτισμένες κυρίως με τη
μητέρα, αλλά το ερωτικό αντικείμενο του πόθου τους μετατίθεται στον
πατέρα τους, ο οποίος γίνεται το αντρικό πρότυπο που αναζητούν
μελλοντικά ως ώριμες γυναίκες. Αυτό είναι το περίφημο
«οιδιπόδειο σύμπλεγμα», που μας λέει πάνω κάτω πως στις σχέσεις μας
ψάχνουμε πάντα τον μπαμπά και τη μαμά μας, τα αντίθετά τους, ή μια
σύνθεση και των δύο, ανάλογα με το ταμπεραμέντο μας.
Πράγμα, που αν το καλοσκεφτείς είναι και λογικό – στο κάτω κάτω, για μας τα κορίτσια, ο πατέρας είναι ο πρώτος άντρας που γνωρίζουμε, ο πρώτος που αγαπάμε.
Μέσω αυτού σχετιζόμαστε για πρώτη φορά με το άλλο φύλο, συνεπώς η δική
του προσωπικότητα καθορίζει ως ένα βαθμό τις προσδοκίες μας από τον
εκάστοτε σύντροφό μας. Όλες γνωρίζουμε γυναίκες «Barbie πριγκίπισσες»
που ψάχνουν πάντα στις σχέσεις τους (συνήθως με μεγαλύτερους άντρες)
άλλον ένα «μπαμπάκα» να τις λατρεύει και να τις φροντίζει. Δεν λέω πως
είναι έτσι, αλλά δεν το αποκλείω κόλας, αλλά ίσως ένας ψυχολόγος να
ισχυριζόταν πως η φίλη μου η Α., η οποία μεγάλωσε με έναν
υπεραπασχολημένο διαρκώς απόντα πατέρα, να είναι μοιραίο να συνδέεται με
παντρεμένους άντρες «φαντάσματα», που δεν ήταν ποτέ εκεί για να τη
στηρίξουν όποτε τους χρειαζόταν.
Ο κορυφαίος ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ, ειδικός σε θέματα
γάμου και οικογενειακής θεραπείας, υποστηρίζει με τη σειρά του πως υπάρχουν 12 είδη έρωτα
απολύτως αντίστοιχα της σχέσης που αναπτύξαμε με τη μητέρα μας στον
πρώτο χρόνο της ζωής μας. «Ένας στερημένος άντρας περιμένει να πάρει από
τη γυναίκα ό,τι δεν πήρε από τη μητέρα του, άλλος δημιουργεί εξαρτητική
σχέση. Επιλέγεις κάποιον για να κυριαρχείς ή να σε κυριαρχούν»,
λέει. «Τα προβλήματα της πρώτης μας σχέσης με τη μητέρα δημιουργούν και
τους προβληματικούς έρωτες. Περιμένεις τότε όχι μόνο να βρεις μια
κανονική γυναίκα, έναν κανονικό άντρα, αλλά έναν σύντροφο που θα την
αντικαταστήσει σε καλύτερη έκδοση. Θέλεις την επιθυμητή μητέρα. Αυτό
δημιουργεί τον έρωτα, τον πιο παθιασμένο. Όχι όμως τον πραγματικό έρωτα.
Διότι σε αυτή την περίπτωση ψάχνουμε ένα ιδανικό που θα μας αγαπήσει, θα μας εκτιμήσει γι’ αυτό που είμαστε, όπως θα έπρεπε να το κάνει η μαμά.
Κι όσο πιο πολύ περιμένει κανείς την επιθυμητή μητέρα, τόσο πιο πολύ
την εξιδανικεύει. Είναι μια ναρκισσιστική ανάγκη». Αλλά τότε, αφού
ξέρουμε το ψυχολογικό μοτίβο της κάθε (αποτυχημένης) σχέσης μας, γιατί
δεν λέμε να το σπάσουμε; Γιατί το επαναλαμβάνουμε διαρκώς; Γιατί
αντικαθιστούμε ένα παλιό λάθος με ένα καινούργιο;
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ, ΜΗΤΗΡ ΜΑΘΗΣΕΩΣ
Μία απάντηση είναι γιατί δεν βλέπουμε ήδεν θέλουμε να το δούμε. Αλλά και
αν δούμε το λάθος, από έναν ολόκληροκόσμο, σκληρό, κακό και τρομακτικό,
όλες μας τείνουμε να επιλέγουμε τοκακό που ξέρουμε, αυτό με το οποίο είμαστε εξοικειωμένες.
Αν, π.χ., τοπαρελθόν μας ήταν γεμάτο αισθήματα απόρριψης, τότε θα
τείνουμε ναεπιλέγουμε συντρόφους που θα μας καλλιεργούν αισθήματα
μειονεξίας, πουθα ενισχύουν τη χαμηλή μας αυτοεκτίμηση και την τάση μας
γιααυτοκριτική. Ένας πατέρας, π.χ., καταθλιπτικός που μας υποχρέωσε
νααναλάβουμε υποστηρικτικό ρόλο, θα μας σπρώξει πιθανόν να αναλάβουμε
τορόλο «νοσοκόμας» και στους μελλοντικούς συντρόφους μας.
Τα γονεϊκάμας πρότυπα και οι ταυτίσεις μας μαζί τους είναι τόσο ισχυρά,
που συχνάμας σπρώχνουν να επαναλάβουμε καταστάσεις και ρόλους, ακόμα και
ότανείναι τραυματικά, μόνο και μόνο επειδή έχουμε ανάγκη να ζήσουμε κάτιοικείο.
Και επειδή ελπίζουμε πως αυτή τη φορά θα το κατανοήσουμε καιίσως να
καταφέρουμε να το αλλάξουμε. Οπότε, αν ψάχνετε μια απάντηση στο«γιατί
όλοι αυτοί σε μένα;», γιατί πάντα πέφτουμε σε συντρόφους πουείναι, π.χ.,
νάρκισσοι, άπιστοι, ανώριμοι, εγωιστές, κτητικοί κ.λπ. καιπαρ' όλα αυτά
νιώθουμε μια ακαταμάχητη έλξη γι’ αυτούς, ιδού η απάντηση:Επειδή κάτι
μας θυμίζουν.
«Γιατί δεν τράβηξες κανέναν άλλο; θαρωτούσα εγώ», λέει ο Ματθαίος
Γιωσαφάτ. «Πρέπει να καταλάβουμε ότι δενμπορούμε να ταιριάξουμε με
κάποιον ωριμότερο ψυχικά από εμάς. Δεν θασυντονιστούμε. Και δεν έχει να
κάνει ούτε με την ευφυΐα ούτε με τηνικανότητά μας σε άλλους τομείς, όπως
το εργασιακό. Εκεί μπορεί ναδιαπρέπουμε. Άλλο όμως είναι η
συναισθηματική ωριμότητα».
«Συναισθηματικήωριμότητα», σημαίνει πως μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα
κίνητρα, τιςταυτίσεις μας, την ιστορία μας, τις συναισθηματικές μας
«αποσκευές». Πωςπροχωράμε σε μια ερωτική σχέση ελεύθερες, ανάλαφρες, με
τα μάτιαανοιχτά. Δεν θα είμαστε ποτέ τέλειες, ούτε και ο άλλος θα είναι,
όμως οσυνδυασμός των ψεγαδιών μας ίσως μας επιτρέψει να ταιριάξουμε.
Και τότε,αν είμαστε τυχερές, μπορεί να καταλάβουμε τι εννοούσε αυτός
που έλεγεπως «δεν αγαπάς κάποιον για την ομορφιά, τα ρούχα ή το
αυτοκίνητό του.Τον αγαπάς γιατί τραγουδάει ένα τραγούδι που μόνο εσύ
μπορείς νακαταλάβεις…».
Η ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ
Η απάντηση στην ερώτηση «Πώςεπιλέγουμε σύντροφο», δεν είναι μοναδική,
αλλά έχει μια περιοδικότητα –έτσι τουλάχιστον πιστεύει η ψυχολόγος και
ψυχοθεραπεύτρια κ. ΜαριέτταΠεπελάση.
«To κριτήριο επιλογής συντρόφου αλλάζει, πιστεύω, ανάλογαμε την εποχή και τις ανάγκες της.
Άλλο ήταν το ’60, άλλο το ’80, άλλο το2014. Η οικονομική συγκυρία
παίζει επίσης πολύ μεγάλο ρόλο. Το ’60 οιγυναίκες διάλεγαν συνήθως
άντρες μεγαλύτερους, επιτυχημένους,«δημιουργημένους» άντρες, που θα
μπορούσαν να τις συντηρήσουν – η ίδια,κατά κανόνα περιοριζόταν σε ρόλο
καλής συζύγου, νοικοκυράς και μάνας. Το1980, η χειραφετημένη, εργαζόμενη
γυναίκα επιλέγει νεότερους άντρες,δημιουργικούς, φιλόδοξους. Σε κάθε
περίπτωση, αυτό που ως τώρα ήτανκοινό, ήταν η θέληση του ατόμου να
διαλέξει με κοινή λογική, σύμφωνα μετα όνειρα, τις επιθυμίες, τα
ενδιαφέροντα, τις ανάγκες του. Σήμερα,δυστυχώς, οι περισσότεροι –άντρες
και γυναίκες– μπαίνοντας σε μια σχέσηέχουν προσδοκίες που δεν τις
υπαγορεύει η κοινή λογική, αλλά ητηλεόραση, το σινεμά, η διαφήμιση, τα
ιδανικά μοντέλα της προ κρίσηςεποχής, ένα lifestyle που ζήλευαν και
επιθυμούν να το μιμηθούν. Οιδιαψεύσεις και η πραγματικότητα της κρίσης
το αλλάζει βέβαια αυτόταχύτατα – στο κάτω κάτω οι άνθρωποι, ακόμα και αν
είναι φτωχοί,συνεχίζουν να ερωτεύονται και να θέλουν να ενωθούν, να
κάνουν ένα παιδί.Έτσι λοιπόν, αλλάζει και το κριτήριο επιλογής
συντρόφου. Οι άνθρωποιδιαλέγουν συνεργάτη, «συνοδοιπόρο», αυτόν με τον
οποίο θα πορευτούν καιθα μπορέσουν να δώσουν μια μάχη μαζί. Αυτόν που
έχει θάρρος».
Φυσικά, εξηγεί η κ. Πεπελάση, τα γονεϊκά πρότυπα και η «συνδιαλλαγή» μαζί τους επηρεάζουν τον τρόπο που επιλέγουμε σύντροφο.
«Εφόσονκάθε άνθρωπος μεγαλώνει μέσα σε μια οικογένεια και οι πρώτοι
άνθρωποιμε τους οποίους «συνδιαλάσσεται» είναι οι γονείς του και τα
αδέλφια του,επόμενο είναι –αν αυτός ο άνθρωπος έχει μια καλή ταύτιση με
τον πατέρα ήμε τη μητέρα του– να θέλει να βρει έναν σύντροφο που να τους
μοιάζει.Άλλοτε πάλι, αν υπάρχει ένας γονιός που έχει «τρομάξει» πολύ το
παιδίαφήνοντάς του κενά, «πληγές» στον εσωτερικό του κόσμο, τότε
αυτό,προκειμένου να θεραπευτεί, «επαναλαμβάνει» τρόπον τινά την
προβληματικήσχέση, επιλέγοντας έναν σύντροφο που «μοιάζει» σε αυτόν τον
γονιό. Καιτότε, μοιραία, αρχίζουν τα προβλήματα – από τη στιγμή που ένας
άνθρωποςέχει «φοβηθεί» έναν γονιό, αρχίζει, συνήθως ασυνείδητα, να έχει
μες στησχέση δύο βασικές συμπεριφορές: είτε θέλει να παίξει κυρίαρχο
ρόλο(ακριβώς επειδή κάποτε αισθάνθηκε αδύναμος) είτε ρόλο υποταγής,
όπωςυπήρξε υποταγμένος στο γονιό που φοβήθηκε. Άρα εξ ορισμού έχεις
νακάνεις με μια σχέση ανισόρροπη, με έναν άνθρωπο που δεν έχει
καλήαίσθηση αξίας εαυτού και έναν άλλο που τον επιλέγει. Συνεπώς το
ερώτημα«Μα γιατί όλοι οι προβληματικοί άνθρωποι να τυχαίνουν σε μένα»,
θαέπρεπε να αναδιατυπωθεί σε «Μα τι πρόβλημα έχω εγώ και επιδιώκω
ναδημιουργώ συνέχεια δυσλειτουργικές σχέσεις, προσπαθώντας
–ενδεχομένως–να λύσω το πρόβλημά μου, που δεν κατανοώ;». Γι’ αυτό
βλέπεις πως πολύσυχνά διαλέγουμε τον ίδιο, λάθος τύπο άντρα ή γυναίκας
και επιπλέονεπαναλαμβάνουμε και όλες τις λανθασμένες συμπεριφορές, αυτές
που ξέραμεκαι χρησιμοποιούσαμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε
συναισθηματικά στησχέση μας με τον «προβληματικό» γονιό. Μπορεί να
ακούγεται κάπωςυπερβολικό, αλλά το να μπαίνεις σε μια σχέση, χωρίς να
έχεις καταλάβειποιος είσαι, είναι λίγο σαν να παίζεις ρώσικη ρουλέτα:
τις περισσότερεςφορές, είναι βέβαιο πως δεν θα σου βγει σε καλό».
Και αν έπρεπε να διαλέξουμε ένα, το σημαντικότερο ίσως, λάθος που κάνουμε «αναζητώντας τον άντρα της ζωής μας»;
«Κατάτη γνώμη μου, ένα από τα πιο σημαντικά λάθη που κάνουν οι γυναίκες πουαναζητούν σύντροφο είναι το ότι ενδιαφέρονται και προβάλλουν
περισσότεροτα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, τον σεξιστικό τους ρόλο,
αντί τηνωριμότητά τους, την ικανότητά τους να επικοινωνούν, να
κατανοούν, νασυνθέτουν. Πολλές παραπονιούνται πως δεν έχουν
σύντροφο, ενώ στην ουσία–ιδίως οι γυναίκες από τα 40 και μετά– έχουν
μάθει να ζουν μόνες, ναείναι αφεντικά του εαυτού τους και δεν έχουν
διάθεση, π.χ., να αναλάβουντις ευθύνες μιας συντροφικής σχέσης».